εργαλειοθήκη

εργαλειοθήκη
η
θήκη ή μικρό κιβώτιο όπου τοποθετούνται τα εργαλεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εργαλειοφόρος — ο 1. αυτός που μεταφέρει εργαλεία 2. το αρσ. ως ουσ. ο εργαλειοφόρος εργαλειοθήκη …   Dictionary of Greek

  • εργαλοθήκη — η βλ. εργαλειοθήκη …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • σουγλάριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλειοθήκη» …   Dictionary of Greek

  • τρούσα — η, Ν θήκη εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trousse «εργαλειοθήκη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”